αυτεπάγγελτος

αυτεπάγγελτος
η , ο [ος , ον ]
1) действующий по собственной инициативе, по собственному почину;

αυτεπάγγελτος ποινική δίωξις — возбуждение уголовного дела прокурором без жалобы или иска;

2) автоматический;

αυτεπάγγελτος αποστρατεία — демобилизация по возрасту;

αυτεπάγγελτος διαθεσιμότης — направление в резерв (офицеров)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αυτεπάγγελτος" в других словарях:

  • αὐτεπάγγελτος — offering of oneself masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτεπάγγελτος — η, ο (AM αὐτεπάγγελτος, ον) αυτός που κάνει κάτι από μόνος του ή από δική του προαίρεση νεοελλ. φρ. «αυτεπάγγελτη δίωξη» η ποινική δίωξη που κινείται εξ επαγγέλματος από τον εισαγγελέα όταν μάθει ότι έγινε κάποια αξιόποινη πράξη αρχ. απρόσκλητος …   Dictionary of Greek

  • αυτεπάγγελτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που κάνει κάτι από δική του προαίρεση: Ήταν για μένα ο αυτεπάγγελτος προστάτης. 2. αυτός που γίνεται από επαγγελματικό δικαίωμα, από το αξίωμα που κάποιος έχει: Η επέμβαση του εισαγγελέα στην υπόθεση αυτή ήταν αυτεπάγγελτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτεπαγγέλτως — αὐτεπάγγελτος offering of oneself adverbial αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτεπάγγελτον — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem acc sg αὐτεπάγγελτος offering of oneself neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτεπαγγέλτοις — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτεπαγγέλτου — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτεπαγγέλτους — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτεπαγγέλτῳ — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτεπάγγελτοι — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»